- ἐξόδιος
- ἐξόδιοςofmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξόδιος — ον (AM ἐξόδιος, ον) [έξοδος] 1. αυτός που αναφέρεται στην εκφορά νεκρού 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξόδιον α) τραγούδι που παιζόταν με αυλό κατά την έξοδο τού χορού τής τραγωδίας β) εκφορά νεκρού, κηδεία, ξόδι μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξόδιον α) έξοδος … Dictionary of Greek
ἐξόδιον — ἐξόδιος of masc/fem acc sg ἐξόδιος of neut nom/voc/acc sg ἐξοδάω sell imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic) ἐξοδάω sell imperf ind act 1st sg (epic doric ionic) ἐξοδάω sell imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic) ἐξοδάω sell imperf ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξοδίοις — ἐξόδιος of masc/fem/neut dat pl ἐξοδάω sell pres opt act 2nd sg (epic doric ionic) ἐξοδάω sell pres opt act 2nd sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξοδίου — ἐξόδιος of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξοδίους — ἐξόδιος of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξοδίων — ἐξόδιος of masc/fem/neut gen pl ἐξοδάω sell pres part act masc nom sg (epic doric ionic) ἐξοδάω sell pres part act masc nom sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξοδίῳ — ἐξόδιος of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξόδια — ἐξόδιος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξόδιοι — ἐξόδιος of masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξοδιάζω — (I) και ξοδιάζω (AM ἐξοδιάζω) [εξόδιος] ξοδεύω, δαπανώ μσν. νεοελλ. 1. υποβάλλω σε έξοδα 2. (για ζωή, καιρό) περνώ («την ζην μου εξόδιασα στά βάρη») 3. ξεπουλώ 4. θυσιάζομαι 5. διασκορπίζω αρχ. καταβάλλω τα έξοδα, πληρώνω. (II) (Μ ἐξοδιάζω)… … Dictionary of Greek